- εξάγραμμο
- εξάγραμμο, το και εξάγραμμα, το, -ατοςσχήμα από δύο ισόπλευρα τρίγωνα, που διασταυρώνονται συμμετρικά, το εξάλφα, το εξάκτινο αστέρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.